ναϊκός

ναϊκός
νᾱϊκός, ή, όν,
A of a temple,

εὔθυνοι GDI1370

([place name] Dodona).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναϊκός — ναϊκός, ή, όν (Α) [ναός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό …   Dictionary of Greek

  • ναικῶν — ναικός of a temple fem gen pl ναικός of a temple masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”